Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

μοναχική λίμνη ...


Μοναχική Λίμνη
   Ξ


εκίνησα 

την ώρα που το φως της νύχτας νικούσε τη μέρα …
διεκδικούσε το θρόνο του … κι ετοίμαζε το σκηνικό μου …
δεν το είχα σχεδιάσει ... ούτε το είχα φανταστεί …
έτσι απλά ξεκίνησα, ξέροντας ότι είχε έρθει η ώρα …
έκλεισα αθόρυβα την πόρτα πίσω μου … χωρίς να γυρίσω τη ματιά …
βγήκα στο δρόμο με βήματα αργά μα σταθερά …
με οδηγούσαν βαριά στην αρχή …
μετά έγιναν πιο ανάλαφρα, καθώς άδειαζα τις έννοιες μου-όχι με ευκολία …
λατρεμένο ήταν το βάρος τους, αλλά έπρεπε να τις αποχωριστώ …
τις άφησα, προσεκτικά, σε μέρος που να μπορώ να τις βρω πάλι …
ασφαλισμένες … αποχωρίστηκα  ένα κομμάτι του πήλινου εαυτού μου …
προχωρούσα αποφασισμένη να μάθω τι με καλούσε …



μετά άφησα ελεύθερες  τις σκέψεις μου …
τα δελφίνια που τάιζα με ψιχουλάκια ζωής …
που με συντρόφευαν στα ταξίδια μου χωρίς ανταλλάγματα …
τις άφησα ελεύθερες να φύγουν …
θα τις έβρισκα ξανά μετά … δεν υπάρχω χωρίς αυτές …
περπατούσα ακούραστα …
χωρίς να σταματάω … χωρίς να σκέφτομαι …
χωρίς να κοιτάω γύρω μου … μόνο μέσα μου …
έπρεπε να αδειάσω … και βήμα βήμα άδειαζα …
και γέμιζα με σιγουριά καθώς πλησίαζα …


δεν ξέρω πόσος χρόνος χρειάστηκε … είχε ήδη  νυχτώσει όταν έφτασα …

το μέρος ιδανικό …
τη στιγμή θα την έφτιαχνα εγώ …
μοναχική λίμνη …
άδεια σκηνή …
αυτή η σκηνή ήταν δική μου
αφουγκράστηκα ό,τι είχα μέσα μου …
δεν ήταν θυμωμένο …
εδώ και μέρες είχε καταλαγιάσει …
περίμενε,  μόνο,  να έρθει η ώρα …
ήθελε να βγει, αλλά όχι μπροστά σε κόσμο …
 να βγει μόνο του και χωρίς βιασύνη, πρώτα σε μένα …
δεν καταλάβαινα ακόμα καλά …
αλλά ήξερα ότι πάλι θα ρωτούσα γιατί και πώς και αν και μήπως …
αυτή τη φορά, όμως, δεν ήθελα απάντηση από κανέναν …
μόνο να βγάλω ήθελα … να βγάλω τι; …
το μόνο που είχα δικό μου ήταν ένα μπαούλο με θησαυρούς, πολύτιμους για μένα …
εφεδρείες για τα δύσκολα … σωσίβια για τις φουρτούνες … οάσεις στην ερημιά μου …



όχι, δεν ήταν αυτό …
κάτι άλλο ήταν που με καλούσε και δεν θα το έβλεπα πριν έρθει η ώρα …
κάτι που έπρεπε ν’ ανακαλύψω μόνη μου … γι αυτό πήγαινα …
ήμουν ήρεμη όταν ξεκίνησα …
άφησα στο σπίτι ένα σημείωμα … μεταξωτή κλωστή που με έδενε με τον κόσμο μου …
έλεγε «θα τα πούμε» …
ο μίτος της ζωής μου … σημάδι ότι θα γύριζα πάλι …
μόνο που δεν θα ήμουν η ίδια …
κι αν άλλαζα  … ποιον θα τρόμαζα άραγε; …
  

έφτασα στη λίμνη μου … πανέμορφη ήταν …
ήρεμη … σιωπηλή … σχεδόν μαγική …
τέλειο μέρος για μυστικές ιεροτελεστίες …
στάθηκα στην όχθη … ξόρκισα τις φωνές του μυαλού μου
αφήστε με, τις είπα …
να είμαι εδώ, χωρίς δικαιολογία
να νιώθω, χωρίς να σκέφτομαι … να πονάω, χωρίς παρηγοριά …
να θέλω χωρίς να εξηγώ …
να είμαι διαφορετική, χωρίς απολογία … να ονειρεύομαι, χωρίς να με ξυπνάτε …
αφού δεν έχετε τις απαντήσεις που ζητώ …
αφήστε με για λίγο …
το ξέρω ότι θα με βρείτε μετά … θα σας περιμένω …
θα σας καλέσω αν αργήσετε …
θα είμαι πάλι εδώ για σας …
πιο σοφή … πιο ώριμη …
με άκουσαν και σώπασαν …
ήμουν εκεί … χωρίς προσδοκίες …
  

έμεινα για λίγο κοιτάζοντας τον ορίζοντα …
βαθιά ανάσα να γεμίσω σιωπή …
νερό και ουρανός έμοιαζαν ένα …
λίγα αστέρια διαφορά …
ο ήχος της μοναξιάς βαρύς …
έκανε ψύχρα, όμως δεν κρύωνα …



το νερό καθρέφτιζε τις αποφάσεις μου, καμβάς αδούλευτος και με καλούσε …
σκοτεινό … γιατί δεν φοβόμουν; …
λίγες στιγμές ακόμα ισορροπίας στη δοκό του χρόνου …
είχα φτάσει μακριά …
πρώτη φορά …




ένιωσα τα ρούχα μου να με βαραίνουν …

δεν τα χρειαζόμουν πια …

μου τα είχαν διαλέξει άλλοι …

άρχισα να τα βγάζω …

ένα ένα σαν πέπλα …

να τα πετάω στον αέρα …


και να τα βαφτίζω με τα ονόματα των «πρέπει» μου … 

ανακούφιση …

ένιωσα ανάλαφρη, σαν αερικό, μόλις τα αποχωρίστηκα …

γέλασα και η λίμνη μου αντιγύρισε το γέλιο με ένα παφλασμό …

δαχτυλίδια νερού οι κύκλοι της ζωής μου …




όμως, πριν την αγκαλιάσω, κάτι ακόμα έμενε να κάνω … 
κάτι έστεκε ανάμεσά μας …  
όχι ακριβώς εμπόδιο … δοκιμασία …
μόλις κοίταξα κάτω κατάλαβα …
στρωμένες μπροστά μου περίμεναν καρτερικά …
πέτρες σε όλα τα σχήματα, χρώματα και μεγέθη …
πάνω σ’ αυτές έπρεπε να περπατήσω  …
να τις αφήσω να μου χαϊδέψουν τα πόδια ή να με ματώσουν …
και να τις βαφτίσω κι αυτές με τα ονόματα των στιγμών μου …

σαν ταπεινή εξομολόγηση

να μην ξεχάσω καμιά … όλες ήταν σημαντικές …


πήρα ανάσα και ξεκίνησα το ταξίδι …
ήξερα ότι θα πονούσα αλλά δεν δείλιασα … το χρωστούσα στον εαυτό μου …
δεν θα με διέκοπτε τίποτα και κανείς …
για μία και μόνη φορά διαχειρίστρια του χώρου και του χρόνου μου χωρίς ενοχές …
όμως κοντοστάθηκα … αναρωτήθηκα αν ήμουν έτοιμη να δω το παρελθόν …
ή μάλλον να το ξαναζήσω … αν δειλιάσω δεν θα μάθω …
η απάντηση εδώ …
είμαι εδώ και προχωράω …
δεν έχω άλλη επιλογή … δεν θέλω άλλη επιλογή …

ο δρόμος μου είναι η επιλογή μου



πρώτο βήμα σταθερό …
στο πέλμα ένιωσα ξενοιασιά … στιγμές από τα παιδικά μου χρόνια …
δεύτερο βήμα μια κρίσιμη απόφαση που χάραξε το μονοπάτι μου …
δεν μετάνιωσα ποτέ γι αυτό …
στο τρίτο βήμα πόνος … είχα ξεχάσει ποιος με πλήγωσε …
μπορώ να συγχωρήσω …
τέταρτο … πέμπτο … εναλλάσσονταν οι αναμνήσεις …  χαρά,  λύπη, θυμός …
ξαφνικά σκόνταψα … έπεσα στα γόνατα … μάτωσα …
ήταν μια ύπουλη πέτρα …
απ’ αυτές που θέλω να  ζωγραφίσω … αλλά μου βγαίνουν σαθρές …
προσπάθησα να θυμηθώ … ναι … ήταν μια ύπουλη πέτρα …
σάπια πληγή  που καυτηρίασα πριν πολλά χρόνια, όταν διάλεξα το  τέλος  πριν την αρχή
πώς γίνεται να την έχω ξεχάσει; …  σηκώθηκα και συνέχισα …
ευχήθηκα να βρω όλες τις πέτρες μου … συνέχισα …
πάτησα βότσαλα από τις παραλίες των ονείρων μου,
αυτές που πήγα κι αυτές που δεν έφτασαν ποτέ σε μένα …
βούλιαξα σε κινούμενη άμμο …
θυμήθηκα να ασφυκτιώ και να προσπαθώ να ξεφύγω γράφοντας τ’ ανείπωτα,
δίνοντας ζωή στο τίποτα,
κοιτάζοντας με τις ώρες κάτι που για τους άλλους δεν υπήρχε …
στιγμές με το εγώ μου
άγγιξα πέτρες δροσερές φτιαγμένες από τους αγγέλους της ζωής μου …
με διαπέρασε η δροσιά τους μες στη νύχτα … αγάπες μου …
πέτρες σταθερές, γερά χτίσματα από όσα έχω καταφέρει … κοντεύω …
πέτρες που μου θύμισαν πόσο δυνατή και πόσο αδύναμη υπήρξα …
πέτρες ακριβές … πετράδια ανταμοιβές …
πέτρες κοφτερές που μπήκαν στη σάρκα για να μου θυμίσουν το τίμημα της ευτυχίας … κοντεύω … λίγο ακόμα …
οι πέτρες λιγοστοί φίλοι της καρδιάς … μου είπαν να προχωρήσω …
πάτησα πέτρες-ζυγαριές … οδηγούς σε κάθε σταθμό μου …
πέτρες-επιλογές … άλλες κράτησα άλλες πέταξα …
πέτρες-ορόσημο … είδα αυτά που είμαι
πέτρες-φυλακές … που τις έχτισα με φόβο και πάθος …
πέτρες-μυστικά … δικά μου … των άλλων … φυλαχτά …
και πάνω τους κόντεψα να ξεχάσω τον προορισμό μου …

κι όμως έφτασα … το νερό μου έγλειψε τα πόδια ... αυτό ήταν;


γύρισα πίσω και είδα το δρόμο μου …
γνώριμος, αγαπημένος … δικός μου …
και τότε κατάλαβα …
πως εγώ η ίδια έστρωσα τις πέτρες κάτω από τα πόδια μου …
είδα καθαρά το χέρι μου να διαλέγει μέσα απ’ το σωρό …
και να φτιάχνει το μονοπάτι μου … δεν το ήξερα πριν ξεκινήσω …
το έμαθα στην πορεία προς τη λίμνη μου …
έπρεπε να φτάσω εδώ για να καταλάβω ότι όλα ήταν δικές μου επιλογές …
ότι προκάλεσα τα απρόβλεπτα από τον τρόπο που επέλεξα  να ζήσω …
ότι έζησα ό,τι ακριβώς  διάλεξα … όλο το παρελθόν ήταν εκεί …
δεν το έκρινα … το έστρωσα … και το έβλεπα εκεί …
καθώς πατούσα πάνω στην πέτρα του «τώρα» …
και το μέλλον πού είναι; … κοίταξα το χέρι μου και το είδα κι αυτό …
και τότε λάτρεψα την κάθε πέτρα … και δεν θα την άλλαζα με τίποτα …
έκανα απολογισμό  … ορίζω το χέρι όχι την πέτρα
ό,τι αξίζει είναι αυτό που έζησα …

  
βούτηξα στην  μοναχική λίμνη ...
γυμνή από τεχνητές ενοχές και συμβάσεις …
ντυμένη με το κέρδος της αυτογνωσίας …
νύχτα διάλεξα για  να μη βλέπω τι αφήνω ...
από καιρό το ήθελα μα δεν το' ξερα ...
έψαξα να βρω στα σκοτεινά νερά της τον λόγο ...
ξαφνικά με κάλεσε ... μέσα σε μια στιγμή ... απροετοίμαστη με βρήκε ...
την άκουσα και βρέθηκα κοντά της …
μια ανάσα χρειαζόταν ... βαθιά ... λυτρωτική  ...
και βούτηξα ... ...
ήξερα ότι άφηνα τον κόσμο μου στην όχθη της αλλά δεν κοίταξα πίσω ...
ήξερα ότι άλλαζα αλλά δεν έφταιγα ...
ήξερα ότι είχα πληγωμένα πόδια μα τα γιάτρευε το νερό …
μια ... δυο ... τρεις απλωτές ... ας μην είχε τέλος ...
εκεί στην αγκαλιά της δεν μ' έκρινε κανείς ...
έβλεπα μόνο ό,τι  μπορούσα να φανταστώ ...
άκουγα μόνο τη μουσική που γεννιόταν μέσα μου …
βάραιναν τα χέρια μα αλάφρωνε η καρδιά...
συνέχισα να κολυμπάω ... ως πότε; … ως πού; …


συνέχισα … ώσπου ένιωσα το ρεύμα μιας δίνης ...
γνώριμο το σκίρτημα του διλλήματος …
πέταξα άλλη μια πέτρα-απόφαση στην όχθη …
τώρα ήξερα … και αφέθηκα ... χόρεψα στο ρυθμό της ... όσο κρατήσει είπα ... στριφογύρισα μαζί της ... μέθυσα … 
γέλασα δυνατά …
με άφησε να φύγω … ή την άφησα …



και βρήκα άλλη … κι άλλη …
οι δίνες ήταν όλα τα μικρά
και μεγάλα μου «θέλω» …
που είτε χάρηκα, είτε θυσίασα,
είτε έπνιξα πριν γίνουν όνειρα,
είτε τα πρόβαλα στον ορίζοντά μου
και τα έκανα προορισμό …

κάποιος μου χάιδεψε τα μαλλιά …
οι νεράιδες της λίμνες …
τις είδα χαμογελαστές …
κι έπαψα να αναρωτιέμαι  ...



μόνο ευχόμουν ... σαν τελειώσει ο χορός ...

να κρατήσω τη ζάλη για πάντα ...

έγινα  ένα με τη λίμνη μου … υγρό στο υγρό …





ήξερα  ότι  δεν ήταν θάλασσα αλλά ήπια το νερό της …





Μόνο … μόνο ένα τόσο δα αγκαθάκι είχα στην καρδιά …
αυτό που ζούσα … εγώ το έφτιαξα και το οδήγησα εδώ …
έλεγχα απόλυτα μια κατάσταση στην οποία επέλεξα να χάσω κάθε έλεγχο …
ήξερα πως ήταν όνειρο …
αυτό που δεν ήξερα ήταν τι θα μου έμενε σαν ξυπνούσα … ό,τι μου μένει πάντα; …
το αγκαθάκι με τσίμπησε στην καρδιά, αλλά πόνεσα στα μάτια …
έβαλα το χέρι πάνω τους και τα βρήκα δακρυσμένα …
για ποιο λόγο έκλαιγα; …

για όσα έζησα ενώ δεν ήθελα; … όχι, συμφιλιώθηκα μ’ αυτά …
για όσα ήθελα αλλά δεν έζησα; … αναπληρώθηκαν …
για όσα θέλω αλλά δεν θα ζήσω; … θα βάλω στον άλλο ζυγό τα όσα θα ζήσω …
τότε γιατί; …
πάλι ρωτούσα ξεχνώντας πως δεν θα μου απαντήσει κανείς …

μήπως τελικά  δεν είχε σημασία τι έκανε το δάκρυ να κυλήσει …

αλλά το τι θα κάνει το δάκρυ … αφού κυλήσει;

...

Αυτό ήταν!
με είχε βρει ο τρόπος να κάνω τη λίμνη μου θάλασσα
απέραντη … αιώνια …
καθώς κυλούσαν τα δάκρυά μου …
ξέπλεναν τα γιατί, τα πώς, τα αν, τα μήπως  μου, τα ξεθώριαζαν …
έσκιζαν την όχθη και άνοιγαν ποτάμια …
έδιωχναν τη υγρή σκοτεινιά …  
έδιωχναν το μαύρο απ’ τον ουρανό …
γέμιζαν αρμύρα το νερό και τον αέρα … έβαφαν διάφανο το νερό …
κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω αν έπλεα, αν βούλιαζα αν χόρευα ή αν πετούσα …

σκεφτόμουν μόνο πως …

έβαλα  τη ζωή μου στοίχημα με τη λίμνη μου …

και κέρδισα  …



Ξύπνησα γεμάτη … χορτασμένη …
πρώτα ένιωσα και μετά είδα … γνώριμα όλα γύρω μου …
άγγιξα τις πέτρες μου … φίλησα τους αγγέλους μου …
χαμογέλασα στις πληγές μου …
δεν φοβάμαι πια … δεν αναρωτιέμαι … ξέρω …
έχω τη θάλασσά μου τώρα … εγώ την έφτιαξα … στα μέτρα μου …



για να με μάθει να πλέω στους ωκεανούς …




 
 Λία
 Καλοκαίρι 2011



4 σχόλια:

Μιχάλης είπε...

Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς ; Πολλά ερεθίσματα για προσωπικές αναζητήσεις. Από τα καλύτερα κείμενα που έχεις γράψει κατά την άποψή μου. Θα το ξαναδιαβάσω. Καλημέρα.-

Lia Papapetrou είπε...

@ Μιχάλη:

Έφυγε κι αυτό από πάνω μου ή από μέσα μου ... πολύ προσωπικό όπως λες ... να είσαι καλά ... καλή σου μέρα!

voulaki είπε...

Πολλά βήματα αυτής της πορείας, μου δημιούργησαν την οικειότητα δικών μου βημάτων..
Τελικά ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι μόνος...
Όλοι μας κινούμαστε σε πορείες παράλληλες..!
Πολύ όμορφο Λία! Χαίρομαι που σε βρήκα!
:-)

Lia Papapetrou είπε...

@ voulaki

Κι εγώ χαίρομαι που πέρασες. Πολύ ωραία τα ιστολόγιά σου. Θα τα λέμε από δω και πέρα ... όσο για τις πορείες συμφωνώ ότι είναι παράλληλες ... η οπτική γωνία αλλάζει ... φιλιά